ξεμώραμα

ξεμώραμα
το [ξεμωραίνω]
απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμώραμα — το, ατος 1. το χάσιμο του λογικού, της σύνεσης. 2. άνθρωπος εντελώς μωρός, ανόητος: Άντε να χαθείς, ξεμώραμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • λήρησις — λήρησις, ἡ (Α) [ληρώ] 1. λήρημα 2. φρ. «λήρησις τοῡ γήρατος» παλιμπαιδισμός, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • λωλαμός — ο [λωλαίνω] λώλαμα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • μώρωσις — μώρωσις, ἡ (Α) [μωρούμαι] 1. αμβλύτητα τών αισθήσεων και τής διάνοιας, άνοια, χαύνωση, ξεμώραμα, παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • ξεκούτιασμα — το [ξεκουτιάζω] ξεμώραμα, αποβλάκωση …   Dictionary of Greek

  • αποβλάκωση — αποβλάκωση, η και αποβλάκωμα, το χαύνωση διανοητική, ξεμώραμα: Τέτοια αποβλάκωση σ αυτή την ηλικία πρώτη φορά βλέπω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκολοκύνθωση — η αποβλάκωση, ξεμώραμα: Μου φαίνεται πως αυτός έχει πάθει αποκολοκύνθωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”